11/14/23

PHOTOS & DRAWINGS OF THE EXCAVATION 2011-2016

By K. A. Davri
 
Ground plan of the Sarakenos Cave & the excavation




Trench F 







              Photo of the western strata


Photos of the northern strata


Ground photo of a concentration of Paleolithic animal bones



Trench D





Trench C






Trench B




Trenches A, C & I



Trench A; eastern, southern & western strata

7/27/14

ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΦΝΙΟ ΒΟΙΩΤΙΑΣ


Περίληψη

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Το σπήλαιο Σαρακηνού βρίσκεται στον βραχώδη όγκο ανατολικά της πεδιάδας (αποξηραμένης πλέον λίμνης) της Κωπαΐδας  και δυτικά του χωριού Ακραίφνιο, σε υψόμετρο 100 μ. Είναι ένα από τα ελάχιστα μεγάλα σπήλαια της Κεντρικής Ελλάδας και αποτελείται από μια ενιαία και μεγάλου ύψους αίθουσα δύο στρεμμάτων, με επίσης μεγάλη σε ύψος και μήκος τοξωτή είσοδο, η οποία εξασφαλίζει φυσικό φωτισμό και προσφέρει απεριόριστη θέα προς την Κωπαΐδα, τον Ελικώνα και τον Παρνασσό.
  Η αρχαιολογική ανασκαφή ξεκίνησε το 1994 (Εφορεία Σπηλαιολογίας - Παλαιοανθρωπολογίας) με υπεύθυνο ανασκαφέα τον καθηγητή Αδαμάντιο Σάμψων και συνεχίστηκε μέχρι το 1996, οπότε και  σταμάτησε για δύο χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτής της ανασκαφικής περιόδου ερευνήθηκαν οι Τομές Α και C, ενώ προχώρησε σε βάθος η Τομή  Β (ανασκαφή Θ. Σπυρόπουλου, 1970).
  Οι ανασκαφικές εργασίες άρχισαν πάλι το 1999, με τη βοήθεια των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 2000 τέθηκαν υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αυτά τα δύο χρόνια οι Τομές προχώρησαν σε βάθος, ενώ μία επέκταση της Τομής Β αποκάλυψε το βραχώδες στρώμα της Παλαιολιθικής Εποχής.
  Κατά τη διάρκεια του νέου κύκλου ανασκαφών που άρχισε το 2004 και τερματίστηκε το 2016 ερευνήθηκαν οι Τομές D, H, F και G, ενώ από  το 2010 ενοποιήθηκαν όλες οι Τομές σε μία μεγάλη των 300 μ2.
  Η ιδιαιτερότητα της ανασκαφής του Σαρακηνού οφείλεται στο ότι σε ένα εκτεταμένο ενιαίο χώρο ανασκάπτονται ταυτόχρονα εδαφικά στρώματα - στην πλειοψηφία τους αδιατάραχτα - από όλες τις αρχαιολογικές εποχές, τα οποία δίνουν πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για την ανθρώπινη παρουσία και τις δραστηριότητες μέσα στο σπήλαιο, αλλά και για τις γεωλογικές και τις περιβαλλοντικές αλλαγές που συντελέστηκαν όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια έως και την Παλαιολιθική Εποχή.

ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ & ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Παλαιολιθικά στρώματα
  Για πρώτη φορά εντοπίστηκαν στρώματα της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής στην Τομή Β (1996,1999) με ηλικία ~12.000 π.Χ. (απόλυτη χρονολόγηση Οπτικής Φωταύγειας), ενώ ένα τελευταίο λεπτό στρώμα, πάνω σε πεσμένο από την οροφή βράχο, όπου ανακαλύφθηκαν εργαλεία (μουστέριας τεχνικής) και οστά μεγάλων ζώων (ιπποειδών & αιγοειδών), χρονολογείται σε ένα ύστερο στάδιο της Μέσης Παλαιολιθικής (~30.000 π.Χ). 
  Η Τομή Α ερευνήθηκε σχολαστικά την τελευταία δεκαετία και το 2013 έφτασε σε βάθος 7.60 μ. όπου και εμφανίστηκε η κορυφή βράχου. Κάτω από τη μεγάλη εστία τις Μεσολιθικής (~9.500 π.Χ) βρίσκεται το στρώμα της Παλαιολιθικής με κυριότερα ευρήματα πυριτολιθικά εργαλεία και απολιθωμένα οστά μικρών και μεγάλων ζώων. Ένα δείγμα άνθρακα από βάθος 5.90 μ. έδωσε (με τη μέθοδο ραδιοχρονολόγησης) ηλικία 11.910±60 πριν από σήμερα (τέλος Ανώτερης Παλαιολιθικής). 
  Σε βάθος 6.30-6.50 μ. βρέθηκε σταλαγμιτικός επίπαγος (travertine) και από κάτω μαλακό χώμα και οστά μεγάλων ζώων. Σε βάθος 6.80 μ. παρουσιάστηκε παχιά καύση που επεκτείνεται περιμετρικά σε όλη την τομή έως και τον βράχο σε 7.60 μ. βάθος.
 Στην ανασκαφή της Τομής D παρουσιάζονται αδιατάρακτα τα στρώματα (Παλαιολιθικά, Μεσολιθικά, Νεολιθικά) σε έκταση 12 τετραγώνων. Βορειοδυτικά και σε βάθος 2.80μ. εμφανίστηκε το φυσικό δάπεδο του σπηλαίου με έντονες καύσεις, με κλίση προς τα νοτιοανατολικά, ενώ το κέντρο της Τομής έχει βάθος 3.60μ. και χρονολογείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική.
  Οι εκτεταμένες καύσεις στα κατώτατα στρώματα αποδεικνύουν ότι ο Παλαιολιθικός άνθρωπος όταν εισήλθε για πρώτη φορά στο σπήλαιο βρήκε ακάλυπτο τον φυσικό βράχο που είχε διάφορες κλίσεις.
  Η στρωματογραφία του σπηλαίου προσφέρει επίσης σημαντικές πληροφορίες και για το κλίμα και το Παλαιοπεριβάλλον. Στους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής το κλίμα ήταν ψυχρό και ξηρό, η βλάστηση στεππώδης και αραιή, ενώ η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλή.

Μεσολιθικά στρώματα
  Το Μεσολιθικό στρώμα στην Τομή Β χρονολογείται σε πρώιμο στάδιο της περιόδου, με ηλικίες 8.530-8.340 π.Χ. και 8.450-8.290 π.Χ και σε ύστερο στάδιο με ηλικίες 7.080-6.840 π.Χ. και 7.150-7.040 π.Χ. Στο κάτω μέρος του στρώματος υπήρχαν παχιά στρώματα από εστίες όπως και στην Τομή Α. Το μεγάλο πάχος του Μεσολιθικού στρώματος της Τομής D αντιστοιχεί σε ύστερη φάση της περιόδου με ραδιοχρονολόγηση 8.245±35 χρόνια πριν από σήμερα.
  Το Μεσολιθικό σκουρόχρωμο στρώμα της Τομής Α περιέχει θραύσματα ασβεστόλιθου (από την οροφή του σπηλαίου, που υποδηλώνουν ψυχρό κλίμα) και μεγάλη αφθονία από μικροπανίδα (τρωκτικά, λαγούς και πτηνά με επικρατέστερα τα περιστέρια), λιμναία όστρεα και χλωρίδα ανθρωπογενούς χαρακτήρα (υπολείμματα φυτών, ρίζες, καλάμια και φύλλα), ενώ απουσιάζουν τα μεγάλα ζώα. Επίσης, ενώ βρέθηκαν οστά ψαριών σε Παλαιολιθικά στρώματα, απουσιάζουν από τα Μεσολιθικά, γεγονός αξιοσημείωτο καθώς σε όλο το Αιγαίο εκείνη την περίοδο επικρατούσαν οι αλιευτικές δραστηριότητες. Καμένα υπολείμματα ξύλου έδειξαν ότι η βλάστηση της περιοχής αποτελείτο από διάφορα είδη δρυός και άγρια οπωροφόρα δέντρα. Η χρονολόγηση του ανώτερου ΜΛ στρώματος βασίζεται σε δείγματα άνθρακα που έδωσαν ηλικίες μεταξύ 7.050-6690 π.Χ. ενώ ένα δείγμα από μεγαλύτερο βάθος του στρώματος έδειξε ηλικία 7.730-7.530 π.Χ.
  Το κατώτερο τμήμα του στρώματος είναι διαφορετικό και  αποτελείται από καστανόμαυρο πηλό και έντονες καύσεις, όπου και βρέθηκαν λίγα εργαλεία από πυριτόλιθο και ραδιολαρίτη, καθώς και πυρήνες από ασβεστολιθικά βότσαλα, υλικά που χαρακτηρίζουν και τη μετάβαση από τη ΜΛ στη ΝΛ. Οι αναλύσεις δειγμάτων άνθρακα τοποθέτησαν αυτό το στρώμα μεταξύ 9.870 και 9.360 π.Χ. και πρόκειται για την πρωιμότερη ηλικία μέχρι σήμερα για την αρχή της Μεσολιθικής περιόδου στον Ελλαδικό χώρο.

ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Αρχαιότερη Νεολιθική (6.700-5.800 π.Χ)
  Ένα λεπτό στρώμα από πηλό και χαλίκια διαχωρίζει το στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τη Μεσολιθική στις Τομές Α και Β, όπου βρέθηκαν δύο εστίες, λίγα οστά και όστρακα μικρών αγγείων, ευρήματα που φανερώνουν αραιή χρήση του σπηλαίου σε αυτή τη μεταβατική φάση, για ένα διάστημα 300-400 χρόνων. Η χρονολόγηση δειγμάτων άνθρακα από αυτές τις εστίες έδειξε τις ηλικίες 6.650-6.470, 6.690-6500 και 6.780-6.600 π.Χ. που είναι ιδιαίτερα πρώιμες για τη μετάβαση από τη Μεσολιθική στην Νεολιθική. 
 Στο ανώτερο στρώμα έχουμε τα πρώτα και ελάχιστα ευρήματα από οψιανό της Μήλου, αλλά η πανίδα αποτελείται από πτηνά (κυρίως πέρδικες και περιστέρια) και όχι εξημερωμένα ζώα. Από το αμέσως επόμενο πρώιμο στρώμα της ΑΝ προήλθαν οστά πλήρως εξημερωμένων αιγοπροβάτων και μονόχρωμη κεραμική μικρών, ανοικτών και κλειστών αγγείων, με ερυθρό και μαύρο επίχρισμα. Η λιθοτεχνία περιλαμβάνει εργαλεία από κίτρινο πυριτόλιθο και οψιανό.
Μέση Νεολιθική (5.800-5.300 π.Χ.)
  Τα στρώματα της ΜΝ έχουν μεγάλο πάχος και είναι αδιατάρακτα, ενώ είναι μεγάλη η συχνότητα παρουσίας δαπέδων και εστιών.
  Στην Τομή Α και από βάθος 2.50 μ. άρχισαν να εμφανίζονται γραπτά όστρακα με ερυθρό σε λευκό – χαρακτηριστικά της ΜΛ – μαζί με κεραμική της ΝΝΙα. Σε βάθος 2.55 μ. εντοπίστηκαν υπολείμματα δαπέδου ερυθρού χρώματος και κάτω από αυτό υπήρχαν όστρακα της ΜΝ και ένας πεσσός σφενδόνης (χαρακτηριστικό αντικείμενο των ΜΝ στρωμάτων της Θεσσαλίας). Το βαθύτερο μέρος αυτού του στρώματος αποτελείται από χαλίκια και είναι το διαχωριστικό ανάμεσα στην Μέση και την Αρχαιότερη Νεολιθική. Στην ίδια περίοδο υπάρχει στην Τομή C ένα δάπεδο μαύρου και κίτρινου χρώματος που καλύπτει όλο το χώρο και περιλαμβάνει δύο εστίες και ένα αποθηκευτικό λάκκο.
  Στην Τομή Ε ένα εκτεταμένο δάπεδο - ερυθρωπού χρώματος με πολλές καύσεις - περιλαμβάνει μια τυπική εστία με πέτρες τοποθετημένες περιφερειακά, καθώς και αποθηκευτικούς χώρους (σκαμμένους μέσα σε σκληρή επίχωση), ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας Τομής παρουσιάστηκε άλλο ένα δάπεδο με εστία και μεγάλη συσσώρευση στάχτης .
  Η παρουσία εκτεταμένων δαπέδων και εστιών  φανερώνουν παρατεταμένη χρήση του σπηλαίου - κατά περιόδους - στη Μέση Νεολιθική, ενώ η αποσπασματική ύπαρξη κεραμικής και άλλων ευρημάτων υποδηλώνουν την αραιή ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα σε αυτό (σε αντίθεση με την Νεότερη Νεολιθική).
Νεότερη Νεολιθική (5.300-3.300 π.Χ.)
  Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρατηρείται η πλουσιότερη, σε ανθρώπινες δραστηριότητες και ευρήματα, φάση του σπηλαίου, με αδιατάρακτα παχιά στρώματα, δάπεδα, εστίες και εκτεταμένες καύσεις.

Διαχωρίζεται σε : ΝΝ Ια (5.300-4.800 π.Χ), ΝΝ Ι(4.800-4.300 π.Χ)
                            ΝΝ ΙΙα (4.300-3.800 π.Χ), ΝΝ ΙΙ(3.800-3.300 π.Χ). 
ΝΝ Ια-Ιb (5.300-4.300 π.Χ.)
  Η Νεότερη Νεολιθική Ι διακρίνεται από μεγάλο πάχος επιχώσεων, σκληρά δάπεδα και εκτεταμένες εστίες που μαρτυρούν συνεχή παρουσία ανθρώπων, ενώ τα άφθονα ευρήματα φανερώνουν τις έντονες δραστηριότητες εντός του σπηλαίου. Σε αρκετά σημεία των δαπέδων βρέθηκαν οπές από πασσάλους καθώς και αποτυπώματα κλαδιών ή χόρτων πάνω σε πηλό.
  Στην πρώιμη φάση της περιόδου (ΝΝ Ια), η κεραμική είναι άφθονη και κυριαρχούν τα γραπτά αγγεία με θαμπά μελανά κοσμήματα πάνω σε ανοικτόχρωμη επιφάνεια, ενώ μονόχρωμοι τύποι κεραμικής όπως τα (πρώτο)βερνικωμένα, τα μαύρα και τα γκρίζα, δείχνουν εξελιγμένες τεχνικές στη χρήση των χρωμάτων, τη στίλβωση και την όπτηση. Στη ΝΝ Ιb συνεχίζεται για κάποιο διάστημα η χρήση των γραπτών αγγείων, ενώ παράλληλα εμφανίζονται και άλλοι τύποι, καθώς και πιθάρια με τη σχοινοειδή διακόσμηση
 Στην ΝΝ Ια χρονολογούνται αρκετά μαρμάρινα ειδώλια με ανθρώπινη φυσιοκρατική απόδοση, ενώ υπάρχουν και πήλινα ανθρώπινα ειδώλια με έντονες ομοιότητες με αυτά της Φτελιάς Μυκόνου και της Εύβοιας (Σάμψων 1993).
 Ιδιαίτερα πλούσια σε ευρήματα είναι η Τομή F, καθώς ανασκάφηκε μεγάλο πλήθος κεραμικών και λίθινων εργαλείων, χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας για αυτήν την περίοδο, καθώς και το αξιοσημείωτο πλήθος των ~11.000 ψήφων (κυρίως λίθινων).
 Στην ίδια Τομή βρέθηκε μία πήλινη σφραγίδα με εγχάρακτο το σχήμα του σταυρού, ένα πήλινο κουταλάκι και άλλα μοναδικά ευρήματα, καθώς και ένας ανθρώπινος σκελετός.

ΝΝ ΙΙα-ΙΙb (4.300-3.300 π.Χ.)
  Το στρώμα της ΝΝ ΙΙ είναι επίσης παχύ και αδιατάρακτο και η ύπαρξη μεγάλης συγκέντρωσης απανθρακωμένων σπόρων σιτηρών (κυρίως μονόκοκκο σιτάρι) και πιθοειδών αγγείων μέσα σε αυτό μαρτυρούν συστηματική αποθήκευση, ενώ η πανίδα αποτελείται από οστά ψαριών και λιμναία όστρεα. Δεν υπάρχουν πολλά δάπεδα – όπως στην προηγούμενη φάση – αλλά η κεραμική είναι άφθονη και αποτελείται από ερυθρές φιάλες με γυριστά χείλη (rolled rims), όστρακα με στιλβωτή διακόσμηση (pattern burnished) και αγγεία τύπου scoop. Η παρουσία παλαιότερων και νεότερων τύπων αγγείων δείχνει μια συνέχεια στην ανθρώπινη παρουσία μέσα στο σπήλαιο. Άλλα τέχνεργα που ανακαλύφθηκαν είναι λίθινα και οστέινα εργαλεία, κοσμήματα, υφαντικά βάρη και μεγάλο πλήθος από πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια.
  Το μεγάλο πλήθος των ευρημάτων στα στρώματα αυτής της φάσης αποδεικνύει την ισχυρή παρουσία του ανθρώπου και την πληθυσμιακή συνέχεια (ανάλογη με του σπηλαίου Θαρρούνια Ευβοίας, Κύκλωπα Γιούρων και πολλών άλλων προϊστορικών θέσεων) στον Ελλαδικό χώρο.

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
  Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία η είσοδος του ανθρώπου στο σπήλαιο ήταν πιο αραιή απ΄ ότι στην Μέση, αλλά η κεραμική (έστω και λίγη) ήταν παρούσα. Στα Πρωτοελλαδικά στρώματα βρέθηκαν οστά ψαριών, λιμναία όστρεα, λεπίδες οψιανού και διεσπαρμένα ανθρώπινα οστά, ενώ το 2012 στην Τομή G ανακαλύφθηκε ακέραιος σκελετός ενήλικου ατόμου σε συνεσταλμένη στάση.
  Τα ευρήματα της Πρωτοελλαδικής μαρτυρούν μείωση της αποθήκευσης αγαθών και σταυλισμού ζώων, ενώ είναι πολύ πιθανή η χρήση του σπηλαίου για ταφές.
  Κατά την Μεσοελλαδική περίοδο η χαρακτηριστική για την εποχή κεραμική είναι άφθονη και κατ΄ επέκταση πολύ έντονη και η ανθρώπινη παρουσία. Βρέθηκαν ακέραια αγγεία μικρού και μέτριου μεγέθους, όστρακα μεγάλων πίθων και μεγάλοι λάκκοι με πήλινη επένδυση (από χώμα και στάχτη).
 Στην ΜΕ παρατηρείται μεγάλη αναστάτωση στη Στρωματογραφία σε όλες τις Τομές στα ανατολικά τοιχώματα του σπηλαίου, καθώς οι άνθρωποι συνήθιζαν να ανοίγουν μεγάλους αποθηκευτικούς λάκκους, καταστρέφοντας τα στρώματα της ΝΝ. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε την ακολουθία των αντίστοιχων στρωμάτων στο κέντρο του σπηλαίου, γιατί στις ανασκαφικές εργασίες  πριν από το 1994 αφαιρέθηκαν τα ανώτερα στρώματα σε έκταση ~400μ.2
  Τα ΜΕ στρώματα χαρακτηρίζονται από συσσώρευση λίθων και ιδιαίτερα παχύ στρώμα άνθρακα με λεπτές στρώσεις κίτρινων και ερυθρών γαιών, αποτέλεσμα πολύ έντονης καύσης. Όπως διαπιστώθηκε, το στρώμα των καύσεων δεν σφραγίζει όλη την ΜΕ περίοδο, αλλά το τέλος της - ταυτόχρονα με την εγκατάλειψη του σπηλαίου - και πιθανότατα να οφείλεται σε καύση κοπριάς, μια συνηθισμένη πρακτική στα σπήλαια της Κωπαΐδας, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως μαντριά.
  Λίγα ευρήματα υπάρχουν από το τέλος της ΜΕ και μετά, κυρίως κεραμική της Μυκηναϊκής περιόδου, καθώς και σποραδικά όστρακα των Ιστορικών χρόνων, τα οποία μαρτυρούν ισχνή ανθρώπινη παρουσία.

Το σπήλαιο Σαρακηνού χρησιμοποιήθηκε έως και το τέλος του 20ου αι. μ.Χ. για τον σταυλισμό ζώων, ενώ όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφικές εργασίες 

7/23/14

THE KOPAIS BASIN AND THE SARAKENOS CAVE


The Kopais lake, which once spread over a large area, was situated at an altitude of 100 m. in the Kopais basin of the Boeotian prefecture of Central Greece. The lake - nowadays drained - occupied the deeper part of the basin in the southern part of the valleys of Chaeronea and Orchomenos, and was formed by the water flowing down from Mount Chlomos in Locris, Mount Parnassus and Mount Helicon, and it was fed by the Cephissus, Melas, Ercyna rivers as well as other smaller rivulets. The Cephissus river runs through a large, fertile plain consisting of three smaller basins (Davlia, Amphiclea and Elatea) before ending in the southern part of the Copaic basin; the Melas river runs eastward in the northern section of the basin. The lake, with a maximum depth of some 3 m, covered an area of approximately 62,500 acres at its greatest, shrinking to some 37,500 acres during periods of drought.
The Kopais basin was permanently drained in 1931, and converted into the well-irrigated plain, which is now one of central Greece's most fertile agricultural areas. From epigraphic evidence, it is known that drainage programs were undertaken in this area in Classical Greek and Roman times as well. The latter drain of Kopais has also revealed that the basin was also drained in Late Mycenaean times (14th century BC), a project that is believed to have been carried out by the Minyans, the habitats of Orchomenos. 
The Sarakenos Cave and the Palaeoenvironment in the Kopais Basin
Kopais is a natural basin in the northeast part of Boeotia created by a tectonic activity some 10 million years ago. The area around the basin is a highly karstic landscape. Until the recent past, a big lake, differentiated from time to time by size, was covering the actual plain. Because of its importance as a natural karstic basin, Kopais has been the subject of extensive palaeoenvironmental studies since the 1970s.
During the Late Upper Palaeolithic the Kopais had a vegetation typical of an open steppe and a dry and cold climate (Artemisia, Graminae and Chenopods). The Pleistocene - Holocene transition is recorded in diagrams with the forest expansion (Quercus, Juniperus, Pistacia and Ephedra). At layers that correspond to 4000-3000 BC quercus drops, possibly due to deforestation.
Analysis of the grain of the coring samples suggests that there was fluctuation in the lake levels during the Late Pleistocene and Early Holocene. There are also indications that the lake level dropped after 4000 and until 2500 BC. The first drainage works are possible to have taken place in the early 2nd millennium BC, under the aim to convert a big area of the lake into arable land.
Since 1994 in the Kopais area we started a project with the aim to survey systematically the karstic formations all around the rocky boundaries of the basin. During this project we have located, recorded and mapped almost all the caves and rock shelters in the basin. After having graded our priorities for excavation, we decided that the most suitable cave for excavation was the cave of Sarakenos. This is the biggest karstic formation in the area found today much higher than the level of the plain and the road. Three excavated Trenches revealed Middle, Early Helladic and Neolithic layers. The last layer above the bedrock yielded lithic finds and animal bones that are dated to the Upper Palaeolithic (Aurignacian period).
Soil and charcoal samples, as well as charred seeds from the cave, offered information about the palaeoenvironment of the Kopais basin from the Palaeolithic to the Middle Bronze Age. The palynological assemblages that have been studied from the Sarakenos deposit showed the presence of Pine and Quercus and an increase of Leguminosae during the transition from LN I to the LN II (second half of the 5th mill. BC). The same species are present with small fluctuations during the Late Neolithic II and the EH II. In general from the second half of the 5th mill. and until the 2nd mill. BC the plant species recorded in the cave in pollen diagrams showing the clear impact of the humans on the environment of the Kopais basin.
The formation of the lake was the outcome of a tectonic movement that took place during the Pliocene and Pleistocene Eras, and the dissolution of the calcareous rock caused by underground waters. From a geological point of view, the most prevalent rock is limestone, dating from the Mesozoic Era. In the past, the water from the lake would be canalized towards the sea by means of an underground network of canals through the calcareous rock. Due to the progress of sedimentation, the lake was becoming very shallow and dry durin the summer season, conveying a sense of seasonal differentiation between a lake and a swamp.
Due to its importance as a natural karstic basin, the Kopais has been the subject of extensive palaeoenvironmental studies since the 1970s (e.g. Greig and Turner, who have published detailed pollen diagrams). In 1983, two new cores were made that offered information on the vegetation from the Late Upper Palaeolithic onwards. During the Late Upper Palaeolithic period, the Kopais had vegetation typical of an open steppe and a dry and cold climate (Artemisia, Graminae and Chenopods). The Pleistocene-Holocene transition is recorded in the diagrams with the forest expansion (Quercus, Juniperus, Pistacia and Ephedra). At layers that correspond to 4000-3000 BC, the quercus disappears, possibly due to deforestation. Analysis of the grain of the coring samples suggest that there was also fluctuation in the lake levels during the Late Pleistocene and Early Holocene Eras. There are also indications that the lake level dropped between 4000 BC and 2500 BC.
Prior Research in the Area
Since the beginning of the century, two important Neolithic sites in the Cephissus river valley have been discovered and excavated, namely Elateia and Chaeronea. Due to its morphology it has been assumed that, during the Pleistocene, this valley must have been a place of aggregation for animals, and perhaps an area of Palaeolithic occupation. In 1980 research conducted by a Canadian team in two caves near Davlia and Amphiclea yielded a few surface finds of possible Palaeolithic date. Larger quantities of chopped flint were also discovered in another two caves located in the northwest part of the Kopais basin on the north side of the Lebadeia-Chaeronea road.
During the 2nd war, German archaeologists excavated the cave of Seidi in the southern part of the Kopais near Aliartus and reported Upper Palaeolithic finds. Since the research in the cave was rather hasty and conducted using old-fashioned methods of recovery, no evidence regarding the fauna, vegetation and palaeoeconomy has been reported. In the same area, the Canadian team located a rock shelter (today used as a pen), where there was found chopped flint.
In the 1960s, surface research conducted around the Kopais basin yielded some Neolithic and Early Helladic sites; in addition rescue excavations in two caves in the area were undertaken, the results of which, however, are unknown.
The Kopais Archaeological Project
Since 1994, we have been working on a project in the Kopais area with the aim of systematically surveying the karstic formations in the rocky basins of the entire basin. During this project we have located, recorded and mapped a large number of caves and rock shelters. A large obstacle to our research has been the present-day use of some of these as sheep-pens. In these cases it is literally impossible to discover any surface finds.
The larger concentration of caves is observed in the limestone boundaries in the eastern section of the basin. In the area between Acraiphnion and Aliartus we have explored and mapped some 23 caves, most of which are of a low elevation, near the level of what once was the lakeshore. Neolithic pottery has been discovered in a cave and in two nearby open air locations. In the south and west part of the basin, there are a few caves. In some of the rock shelters a few surface chipped flints dating probably to the Palaeolithic age have been found, and five Neolithic settlements have been located in the eastern part of the valley.
In the area to the west of Acraiphnion, the cave of Sarakenos and another 15 smaller caves have been recorded at a low elevation. In the area to the south of Glas, we have recorded 10 caves and rock shelters, but without evidence of prehistoric occupation. We have noticed that the presence or absence of prehistoric finds more often relates to the presence of, and changing levels of the water. If we take into account that during the Late Pleistocene and Early Holocene the lake was quite deep, we must assume that those caves found today at a low elevation right where the level of the present-day plain is, must have been either unsuitable for occupation or used only occasionally during low lake levels.
In the northern part of the basin there are many rock shelters as well as a number of important Neolithic sites such as Kastro and Stroviki. In Baroutospilia and in another small cave nearby, we have recovered obsidian and flint flakes.
After having established the excavation priorities, the archaeologists decided that the most suitable cave for excavation was Sarakenos. It is located at the higher levels of the former lake and is the largest karstic formation in the area, found today much higher than the level of the plain and above the road. The cave has a wide entrance, which provides good light in the chamber and an excellent view toward the lake. Like other sites in the area, the cave was used as a sheep-pen in the recent past, hence significant amounts of dung cover the floor. Archaeological investigation of this cave began in the early 1970s under the direction of Spyropoulos, and it had yielded finds of different chronological periods, but the publication of this material, however, never was realized.
The systematic excavation of this site was a part of the Kopais Project, initiated in 1994, and was to establish a chronological sequence for the development of the cave and the acknowledgement of economic models in diverse periods; this program, which still continues, comprises not only research at the Sarakenos cave but also survey expeditions to numerous other caves in the region.
An assemblage of excellent stratigraphic data inside the cave has offered a succession of distinct cultural phases, dating from the Middle Palaeolithic to the Middle Helladic, when the cave was abandoned for as yet unknown reasons (Sampson 2000). It is probable that the drainage of the lake, which may have been started at the end of the Middle Helladic period, was the reason for the abandonment of the cave.
The Palaeolithic layer in trench B is thin and only covers the bedrock, belonging to the beginning of the Upper Palaeolithic (Aurignacian period). The occurrence in this stratum as stone debris fallen from the roof attests to cold climatic phases corresponding to the Upper Palaeolithic period. The lowest stratum resting on the solid rock should be dated to the beginning of the Upper or the end of the Middle Palaeolithic period, judging from the stone industry that comprises blade-type implements of the Aurignacian and the Mousterian period. Small charcoal particles originating from the upper part of the Palaeolithic deposit have been dated by a Radiocarbon Accelerator Unit at a laboratory in Oxford and yielded an age fixed to 12345+/-70 BP (13100-12150 BC).
A sterile layer above contains only microfauna showing a long period of abandonment of the site, while it contains a huge concentration of ash and burnings. The presence of man at some chronological moment is certain, nevertheless without the presence of any specific finds. The layers of burnt material are evident of man's entrance into the cave towards the end of the Palaeolithic or the beginning of the Mesolithic Age, as proven by three absolute dates provided by charcoal samples from this stratum (DEM-1206, 9233+/-30 BP or 8530-8340 BC; DEM-1209, 9177+/-31 BP or 8450-8290 BC; and DEM-1210, 9230+/-30 BP or 8530-9340 BC). The first and third examples come from the same hearth, with a characteristic absolute precision. The second example comes from another hearth and is slightly more recent. These ages are contemporaneous to the earliest Mesolithic phase of the Cyclops Cave (Sampson 1998). A sample of the burnt material from the same hearth dated with the method of Optical Thermoluminescence offered an analogous age of 10110+/- 750 BP.
The earliest phase of Neolithic occupation should be roughly put in the second half of the 7th millennium BC (Early Neolithic). From this phase comes fine painted ware with red on white patterns, reminding us of a similar pattern from Youra and Ayios Petros in the Northern Sporades (Sampson 1998), with geometric motifs on a canvas-like background. The stratum of MN revealed a large amount of pottery, especially the red on white variety, which is very similar to the contemporary pottery from Elateia and Chaeronea (being prepared for publication by H. Tzavella-Evjen) as well as the Middle Neolithic ware from Euboea (Sampson 1996-1998).
There is normal sequence to the next phase, called Late Neolithic Ia (5300-4800 BC), characterized by a dark and gray monochrome pottery of very high quality. This pottery is very similar to the Tsangli-Arapi ware (Milojcic & Hauptmann 1969), which shows an advanced ceramic technology, mainly in the firing technique. There is also in abundance painted pottery spread all over Greece in Late Neolithic Ia-Ib.
The Late Neolithic Ia phase is characterized by more intensive occupation: an extended floor that bore the holes of piles, possibly shows that partitions were built inside the cave as spatial arrangement for diverse functions.
The next phase (Late Neolithic Ib, 4800-4200 BC) indicates an intense occupation in the cave as well as in others such as Tharrounia in Euboea (Sampson 1993), Kastria in Kalavryta (Sampson 1997), Ayia Triada in Karystos, the Cave of Cyclops at Youra (Sampson 1998, 2005), etc. The pottery bears similarities to other wares of Central Greece, Euboea (Sampson 1981), and the Aegean. From this horizon comes an amount of clay and marble figurines, which have parallels in LN of Euboea and the Ftelia on Mykonos in the Cyclades (Sampson 2002). The last Neolithic phase (Late Neolithic II, 4200-3300 BC) is well represented in Sarakenos, especially the latter part, which is not frequent in caves (Sampson et al. 1998). In the beginning of this phase an amount of excellent painted pottery has its origin in the Gonia area in the Northern Peloponnese (Blegen 1931). A grave of this period with intact vases was found in the vicinity of the cave and means that a permanent settlement existed at the site. From the Neolithic layers a large amount of stone and bone artifacts, as well as clay and marble figurines, has been unearthed.
Many intact vases were found in the stratum of the Early Helladic II period, which shows a short interval of occupation. Two different phases of Middle Helladic occupation have been discovered with intense storing activities in pithoid vases and in pits covered with clay, which were dug into the Early Helladic and Neolithic strata.
The Economy of the Site
Soil and charcoal samples as well as charred seeds from the cave provide us with information about the palaeoenvironment in the Kopais basin from the Palaeolithic to the Middle Copper Age. The palynological assemblages that have been studied from the Sarakenos deposit (Sampson & Ioakeim 2002) show presence of Pine and Quercus and an increase of Leguminosae during the transition from Late Neolithic I to the Late Neolithic II (second half of the 5th millennium BC). The same species are present with small fluctuations during the Late Neolithic II and Early Helladic II. In general, from the second half of the 5th millennium until the 2nd millennium BC the plant species recorded in the cave pollen diagrams show the clear impact of humans on the environment of the Kopais basin. Within the late Neolithic strata (4th millennium BC) large quantities of carbonized seeds found on the floor testify to cereal and legume cultivation in the Kopais region. This indicates that the species was stored in that place. The study presented here is the first archaeobotanical investigation of the site. The main species recovered was einkorn. Triticum monococcum is a very resistant wheat and can grow on poor soils without manure, but the basin of the Kopais Lake cannot be considered as a region with poor soils. One could say that this "specialization" in einkorn may represent a short sort of cultural traditionalism as was proposed by Sarpaki (1995) in the case of the Balomenos Toumba at Chaeronea, where substantial amounts of Triticum monococcum were also discovered. The wild ancestor of the species would be Triticum boeoticum - a native element of the Greek landscape.
Conclusions
The research in the area suggests that the evidence for Palaeolithic settlement in the Kopais basin is very patchy. Two caves - Seidi and Sarakenos - contain Upper Palaeolithic finds, while some other caves and rock shelters examined in the basin and around it yielded some probable Palaeolithic remains. The issue is going to be clarified through excavations in some of these sites. The absence, however, of Middle Palaeolithic remains in this area, with the exception of the Sarakenos Cave, is striking, especially since there are several open air sites from this period in nearby Euboea. This may probably be due to palaeogeographical or palaeoclimatic reasons.
Unlike the Palaeolithic, during the Neolithic period and the Copper Age the human occupation in the Kopais basin appears to be present both in open air and in cave sites. From this period there are archaeological evidence from the Sarakenos Cave (Sampson 2014) of regular exploitation of the aquatic resources (fishes & shells), posibly from settlements existed in certain places around the lake, the type of lake settlements like those of Kastoria (Chourmouziades 2002) and the Xynias Lake (Sampson 1980).